- σωροί
- σωρόςheapmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
город — мн. города, укр. город, ст. слав. градъ πόλις, κῆπος , болг. градът, сербохорв. гра̑д, словен. grȃd, чеш. hrad, польск. grod, в. луж. hrod, н. луж. grod, кашуб. gard, полаб. gord. Родственно лит. gar̃das ограда , местн. н. Gar̃damas, Gar̃dinas,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
άμαθος — (I) η, ο 1. αυτός που δεν έμαθε, δεν διδάχθηκε κάτι, αδίδαχτος, αμόρφωτος, 2. αγράμματος, απαίδευτος 3. αγροίκος, ανόητος, αγενής 4. αυτός που δεν είναι εξοικειωμένος, συνηθισμένος σε κάτι, άπειρος, αδαής. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + θ. μαθ τού ρ.… … Dictionary of Greek
άμμος — Ιζηματογενής σχηματισμός που αποτελείται από θραύσματα ορυκτών με κύριο χαρακτηριστικό την έλλειψη συνοχής. Ο σχηματισμός της ά. οφείλεται στη διαβρωτική ενέργεια των θαλασσών, των ανέμων, των ποταμών και των παγετώνων. Η ά. ταξινομείται ανάλογα… … Dictionary of Greek
ακουμούλιαστος — η, ο και ακουλούμιαστος, αγος 1. αυτός που δεν εχει συσσωρευθεί σε κουλούμι* 2. εκείνος που δεν έχει σκαφτεί ώστε να σχηματιστούν μικροί σωροί από χώμα (αποδίδεται σε αμπέλια) 3. όποιος δεν έλαβε μέρος στα κούλουμα, στη γιορτή τής Καθαρής… … Dictionary of Greek
ανεμογενής — ( ούς), ές αυτός που προκαλείται ή προέρχεται από τον άνεμο («ανεμογενείς σωροί») … Dictionary of Greek
βωλόναι — βωλόναι, αι (Α) [βώλος] σωροί χώματος … Dictionary of Greek
λατύπη — η (Α λατύπη) το απότριμμα τών λίθων που απομένει μετά την πελέκηση ή τη λάξευση, χαλίκι («ἐκ γὰρ τῆς λατύπης σωροί τινες πρὸ τῶν πυραμίδων κεῑνται», Στράβ.) νεοελλ. (πετρογρ.) γωνιώδες αδρομερές τεμαχίδιο που προκύπτει από τη θραύση τών… … Dictionary of Greek
νησίδιο — το (Α νησίδιον) [νήσος] (υποκορ. τού νήσος) νησίδα, νησάκι νεοελλ. 1. μεγάλος βράχος που εξέχει από την επιφάνεια τής θάλασσας 2. ανατ. σωμάτιο ή σύνολο κυττάρων με ειδική λειτουργία μέσα στον οργανισμό 3. φρ. «νησίδια τού Λάνγκερχανς» (ανατ.… … Dictionary of Greek
ξυλοκλασίαι — ξυλοκλασίαι, αἱ (Μ) σωροί από κορμούς κομμένων δένδρων, τοποθετημένοι ο ένας δίπλα στον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κλασία (< κλάσις < κλάω «σπάω, κόβω»), πρβλ. αρτοκλασία] … Dictionary of Greek
παϋέρειος — α, ο φρ. «παϋέρειες πλάκες» ανατ. σωροί λεμφοζιδίων που βρίσκονται πάνω στην εσωτερική επιφάνεια τού λεπτού εντέρου … Dictionary of Greek